- ἕλον
- ἕλοιμι, ἕλον, ἑλόμην: see αἱρέω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἑλόν — αἱρέω take with the hand aor part act masc voc sg αἱρέω take with the hand aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλον — αἱρέω take with the hand aor imperat act 2nd sg αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd pl (homeric ionic) αἱρέω take with the hand aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσελος — ὁ, και φύσελον, τὸ, Α τα αέρια τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + επίθημα έλος / ελον (πρβλ. ὕ ελος, πτύ ελον)] … Dictionary of Greek
Deukalion — (Guillaume Rouillé, 1553) Deukalion (altgriechisch Δευκαλίων (Deukalíôn), latein. Deucalion) ist in der griechischen Mythologie der Sohn des Prometheus und der Pronoia („Vorsorge“). Er war König von Thessalien und wohnte in Kymos in der Phthiotis … Deutsch Wikipedia
Deukalische Flut — Deukalion und Pyrrha Deukalion (altgriechisch Δευκαλίων (Deukalíôn), latein. Deucalion) ist in der griechischen Mythologie der Sohn des Prometheus und der Pronoia („Vorsorge“) (oder der Klymene).[1] Er war König von Thessalien und wohnte in Kymos … Deutsch Wikipedia
δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… … Dictionary of Greek
ναίω — (I) ναίω (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.) 2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω… … Dictionary of Greek
πτύελο — το / πτύελον, ΝΜΑ, και πτύαλον, τὸ, και πτύαλος, ὁ, Α το έκκριμμα τού βλεννογόνου τών πνευμόνων και τών αεροφόρων οδών με προσμίξεις κυτταρικών στοιχείων, σάλιου, υπολειμμάτων τροφής, σκόνης, σωματιδίων καπνού, πύου, αίματος, παθογόνων μικροβίων … Dictionary of Greek
υψίπυλος — ον, Α (στον Όμ.) (ως επίθετο τής Τροίας και τής Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ. β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ πυλος] … Dictionary of Greek
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek